πολυφίλητος

πολυφίλητος
-η, -ο / πολυφίλητος, -ον, ΝΑ
αυτός που τόν αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ-φίλητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυφίλητος — much loved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφίλητον — πολυφίλητος much loved masc/fem acc sg πολυφίλητος much loved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφίλητος — ον, Α πολυφίλητος, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιλητός (< φιλῶ «αγαπώ»)] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”